νευστάζω

νευστάζω
νευστάζω
nod
pres subj act 1st sg
νευστάζω
nod
pres ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • νευστάζω — (Α νευστάζω) 1. κλίνω το κεφάλι προς τα εμπρός και κάτω 2. κάνω νεύμα («ὀφρύσι νευστάζων», Ομ. Οδ.) 3. νυστάζω, ανεβοκατεβάζω το κεφάλι από τη νύστα αρχ. (για ζώα) χαμηλώνω τα κέρατα. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό μεταρηματ. παράγωγο τού νεύω (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • νευστάζῃ — νευστάζω nod pres subj mp 2nd sg νευστάζω nod pres ind mp 2nd sg νευστάζω nod pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νευστάζει — νευστάζω nod pres ind mp 2nd sg νευστάζω nod pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νευστάζοντα — νευστάζω nod pres part act neut nom/voc/acc pl νευστάζω nod pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νευστάζουσι — νευστάζω nod pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) νευστάζω nod pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νευστάζειν — νευστάζω nod pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νευστάζοντες — νευστάζω nod pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νευστάζων — νευστάζω nod pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεύω — (ΑΜ νεύω) 1. κλίνω το κεφάλι προς τα εμπρός και κάτω, σκύβω ελαφρά 2. κάνω νεύμα με το κεφάλι, με τα μάτια, με τα χείλη ή με τα χέρια για να δείξω συναίνεση, αποδοχή, έγκριση ή άρνηση, αποτροπή, απαγόρευση ή, απλώς, για συνεννόηση σχετικά με… …   Dictionary of Greek

  • νυστάζω — (ΑΜ νυστάζω) αισθάνομαι διάθεση να κοιμηθώ, κυριεύομαι από νύστα νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) νυσταγμένος, η, ο α) νυσταλέος β) νωθρός, δυσκίνητος νεοελλ. μσν. βαρύνομαι («η φροντίς δεν νυστάζει», Βιζυην.) αρχ. 1. μέ παίρνει ύπνος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”